Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
View word page
ἡμιάνθρωπος
ἡμιάνθρωπος ἡμι-άνθρωπος, ὁ, a half-man, Luc.
ShortDef
a half-man
Debugging
Headword:
ἡμιάνθρωπος
Headword (normalized):
ἡμιάνθρωπος
Headword (normalized/stripped):
ημιανθρωπος
IDX:
14700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14710
Key:
h(mia/nqrwpos
Data
{'content': 'ἡμιάνθρωπος\n ἡμι-άνθρωπος, ὁ,\n a half-man, Luc.', 'key': 'h(mia/nqrwpos'}