Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
View word page
ἡμέρωσις
ἡμέρωσις ἡμέρωσις, εως a taming: civilising, Plut.

ShortDef

a taming: civilising

Debugging

Headword:
ἡμέρωσις
Headword (normalized):
ἡμέρωσις
Headword (normalized/stripped):
ημερωσις
IDX:
14698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14708
Key:
h(me/rwsis

Data

{'content': 'ἡμέρωσις\n ἡμέρωσις, εως\n a taming: civilising, Plut.', 'key': 'h(me/rwsis'}