Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
View word page
ἡμεροφύλαξ
ἡμεροφύλαξ ἡμερο-φύλαξ (ῠ), ακος, = ἡμεροσκόπος, Xen.
ShortDef
day-watcher
Debugging
Headword:
ἡμεροφύλαξ
Headword (normalized):
ἡμεροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ημεροφυλαξ
IDX:
14696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14706
Key:
h(merofu/lac
Data
{'content': 'ἡμεροφύλαξ\n ἡμερο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n = ἡμεροσκόπος, Xen.', 'key': 'h(merofu/lac'}