Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
View word page
ἡμερόφαντος
ἡμερόφαντος ἡμερό-φαντος, ον φαίνομαι appearing by day, Aesch.
ShortDef
appearing by day
Debugging
Headword:
ἡμερόφαντος
Headword (normalized):
ἡμερόφαντος
Headword (normalized/stripped):
ημεροφαντος
IDX:
14695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14705
Key:
h(mero/fantos
Data
{'content': 'ἡμερόφαντος\n ἡμερό-φαντος, ον\n φαίνομαι\n appearing by day, Aesch.', 'key': 'h(mero/fantos'}