Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
View word page
ἡμερότης
ἡμερότης ἡμερότης, ητος, ἥμερος tameness:—of men, gentleness, kindness, Plat.
ShortDef
tameness
Debugging
Headword:
ἡμερότης
Headword (normalized):
ἡμερότης
Headword (normalized/stripped):
ημεροτης
IDX:
14694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14704
Key:
h(mero/ths
Data
{'content': 'ἡμερότης\n ἡμερότης, ητος,\n ἥμερος\n tameness:—of men, gentleness, kindness, Plat.', 'key': 'h(mero/ths'}