Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
View word page
ἡμεροσκόπος
ἡμεροσκόπος ἡμερο-σκόπος, ὁ, watching by day, Aesch., Ar.:—as Subst., a day-watcher, Hdt., Soph., etc.
ShortDef
watching by day
Debugging
Headword:
ἡμεροσκόπος
Headword (normalized):
ἡμεροσκόπος
Headword (normalized/stripped):
ημεροσκοπος
IDX:
14692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14702
Key:
h(merosko/pos
Data
{'content': 'ἡμεροσκόπος\n ἡμερο-σκόπος, ὁ,\n watching by day, Aesch., Ar.:—as Subst., a day-watcher, Hdt., Soph., etc.', 'key': 'h(merosko/pos'}