Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
View word page
ἡμερολόγιον
ἡμερολόγιον ἡμερο-λόγιον, ου, τό, λέγω a calendar, Plut.
ShortDef
a calendar
Debugging
Headword:
ἡμερολόγιον
Headword (normalized):
ἡμερολόγιον
Headword (normalized/stripped):
ημερολογιον
IDX:
14691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14701
Key:
h(merolo/gion
Data
{'content': 'ἡμερολόγιον\n ἡμερο-λόγιον, ου, τό,\n λέγω\n a calendar, Plut.', 'key': 'h(merolo/gion'}