Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
View word page
ἡμερολογέω
ἡμερολογέω ἡμερο-λογέω, λέγω to count by days, Hdt.

ShortDef

to count by days

Debugging

Headword:
ἡμερολογέω
Headword (normalized):
ἡμερολογέω
Headword (normalized/stripped):
ημερολογεω
IDX:
14690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14700
Key:
h(merologe/w

Data

{'content': 'ἡμερολογέω\n ἡμερο-λογέω,\n λέγω\n to count by days, Hdt.', 'key': 'h(merologe/w'}