Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
View word page
ἡμερολεγδόν
ἡμερολεγδόν λέγω by count of days, Aesch.
ShortDef
by count of days
Debugging
Headword:
ἡμερολεγδόν
Headword (normalized):
ἡμερολεγδόν
Headword (normalized/stripped):
ημερολεγδον
IDX:
14689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14699
Key:
h(merolegdo/n
Data
{'content': 'ἡμερολεγδόν\n λέγω\n by count of days, Aesch.', 'key': 'h(merolegdo/n'}