Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
View word page
ἡμερόκοιτος
ἡμερόκοιτος sleeping by day, Hes., Eur.
ShortDef
sleeping by day
Debugging
Headword:
ἡμερόκοιτος
Headword (normalized):
ἡμερόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
ημεροκοιτος
IDX:
14688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14698
Key:
h(mero/koitos
Data
{'content': 'ἡμερόκοιτος\n sleeping by day, Hes., Eur.', 'key': 'h(mero/koitos'}