Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
View word page
ἡμεροδρόμος
ἡμεροδρόμος ἡμερο-δρόμος, ὁ, δραμεῖν as Subst. a courier, Hdt.

ShortDef

a courier

Debugging

Headword:
ἡμεροδρόμος
Headword (normalized):
ἡμεροδρόμος
Headword (normalized/stripped):
ημεροδρομος
IDX:
14687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14697
Key:
h(merodro/mos

Data

{'content': 'ἡμεροδρόμος\n ἡμερο-δρόμος, ὁ,\n δραμεῖν\n as Subst. a courier, Hdt.', 'key': 'h(merodro/mos'}