Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
View word page
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρομέω ἡμεροδρομέω, to be an ἡμεροδρόμος, Luc.
ShortDef
to be a ἡμεροδρόμος
Debugging
Headword:
ἡμεροδρομέω
Headword (normalized):
ἡμεροδρομέω
Headword (normalized/stripped):
ημεροδρομεω
IDX:
14686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14696
Key:
h(merodrome/w
Data
{'content': 'ἡμεροδρομέω\n ἡμεροδρομέω,\n to be an ἡμεροδρόμος, Luc.', 'key': 'h(merodrome/w'}