Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
View word page
ἡμερίς
ἡμερίς ἡμερίς, ίδος fem. of ἥμερος as Subst., ἡμερίς (sc. ἄμπελος) , the cultivated vine, opp. to ἀγριάς, Od.: but distinguished from ἀμπελίς by Ar.
ShortDef
the cultivated vine
Debugging
Headword:
ἡμερίς
Headword (normalized):
ἡμερίς
Headword (normalized/stripped):
ημερις
IDX:
14685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14695
Key:
h(meri/s
Data
{'content': 'ἡμερίς\n ἡμερίς, ίδος\n fem. of ἥμερος\n as Subst., ἡμερίς (sc. ἄμπελος) , the cultivated vine, opp. to ἀγριάς, Od.: but distinguished from ἀμπελίς by Ar.', 'key': 'h(meri/s'}