Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
View word page
ἡμέριος
ἡμέριος ἡμέρα for a day, lasting but a day, Soph., Eur.

ShortDef

for a day, lasting but a day

Debugging

Headword:
ἡμέριος
Headword (normalized):
ἡμέριος
Headword (normalized/stripped):
ημεριος
IDX:
14684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14694
Key:
h(me/rios

Data

{'content': 'ἡμέριος\n ἡμέρα\n for a day, lasting but a day, Soph., Eur.', 'key': 'h(me/rios'}