Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
View word page
ἡμερινός
ἡμερινός ἡμερινός, ή, όν ἡμέρα of day, Plat.; ἄγγελος ἡμ. a day-messenger, Xen.

ShortDef

of day

Debugging

Headword:
ἡμερινός
Headword (normalized):
ἡμερινός
Headword (normalized/stripped):
ημερινος
IDX:
14683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14693
Key:
h(merino/s

Data

{'content': 'ἡμερινός\n ἡμερινός, ή, όν\n ἡμέρα\n of day, Plat.; ἄγγελος ἡμ. a day-messenger, Xen.', 'key': 'h(merino/s'}