Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἧμα
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
View word page
ἡμερία
ἡμερία sc. ὥρα, ἡμέρα, Soph.

ShortDef

day

Debugging

Headword:
ἡμερία
Headword (normalized):
ἡμερία
Headword (normalized/stripped):
ημερια
IDX:
14682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14692
Key:
h(meri/a

Data

{'content': 'ἡμερία\n sc. ὥρα, ἡμέρα, Soph.', 'key': 'h(meri/a'}