Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἧμαι
ἧμα
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
View word page
ἡμερήσιος
ἡμερήσιος ἡμέρα for the day, by day, ἡμ. φάος light as of the day, Aesch. a day long, ἡμ. ὁδός a dayʼs journey, Hdt., Plat., etc.

ShortDef

for the day, by day

Debugging

Headword:
ἡμερήσιος
Headword (normalized):
ἡμερήσιος
Headword (normalized/stripped):
ημερησιος
IDX:
14681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14691
Key:
h(merh/sios

Data

{'content': 'ἡμερήσιος\n ἡμέρα\n for the day, by day, ἡμ. φάος light as of the day, Aesch.\n a day long, ἡμ. ὁδός a dayʼs journey, Hdt., Plat., etc.', 'key': 'h(merh/sios'}