Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἧμα
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμος
View word page
ἠμελημένως
ἠμελημένως adverb part. perf. pass. of ἀμελέω, carelessly; ἠμ. ἔχειν Xen.

ShortDef

carelessly

Debugging

Headword:
ἠμελημένως
Headword (normalized):
ἠμελημένως
Headword (normalized/stripped):
ημελημενως
IDX:
14677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14687
Key:
h)melhme/nws

Data

{'content': 'ἠμελημένως\n adverb part. perf. pass. of ἀμελέω,\n carelessly; ἠμ. ἔχειν Xen.', 'key': 'h)melhme/nws'}