Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἧμα
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρομέω
View word page
ἡμεδαπός
ἡμεδαπός ἡμεδᾰπός, ή, όν ἡμεῖς of our land or country, native, Lat. nostras, Ar.

ShortDef

of our land

Debugging

Headword:
ἡμεδαπός
Headword (normalized):
ἡμεδαπός
Headword (normalized/stripped):
ημεδαπος
IDX:
14676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14686
Key:
h(medapo/s

Data

{'content': 'ἡμεδαπός\n ἡμεδᾰπός, ή, όν\n ἡμεῖς\n of our land or country, native, Lat. nostras, Ar.', 'key': 'h(medapo/s'}