Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡλιώτης
ἧλος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἧμα
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερινός
ἡμέριος
View word page
ἡμαρτημένως
ἡμαρτημένως adverb part. perf. pass. of ἁμαρτάνω, faultily, Plat.
ShortDef
faultily
Debugging
Headword:
ἡμαρτημένως
Headword (normalized):
ἡμαρτημένως
Headword (normalized/stripped):
ημαρτημενως
IDX:
14674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14684
Key:
h(marthme/nws
Data
{'content': 'ἡμαρτημένως\n adverb part. perf. pass. of ἁμαρτάνω,\n faultily, Plat.', 'key': 'h(marthme/nws'}