Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἡλιώτης
ἧλος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἧμα
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερεύω
View word page
ἠμαθόεις
ἠμαθόεις ἠμᾰθόεις, εσσα, εν Epic for ἀμαθόεις ἄμαθος sandy, Hom.
ShortDef
sandy
Debugging
Headword:
ἠμαθόεις
Headword (normalized):
ἠμαθόεις
Headword (normalized/stripped):
ημαθοεις
IDX:
14670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14680
Key:
h)maqo/eis
Data
{'content': 'ἠμαθόεις\n ἠμᾰθόεις, εσσα, εν\n Epic for ἀμαθόεις\n ἄμαθος\n sandy, Hom.', 'key': 'h)maqo/eis'}