Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡλιόομαι
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἡλιώτης
ἧλος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἧμα
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
View word page
Ἠλύσιος
Ἠλύσιος from Ἠλύσιον Ἠλύσιος, α, ον Elysian, Anth.
ShortDef
Elysian
Debugging
Headword:
Ἠλύσιος
Headword (normalized):
ἠλύσιος
Headword (normalized/stripped):
ηλυσιος
IDX:
14668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14678
Key:
*)hlu/sios
Data
{'content': 'Ἠλύσιος\n from Ἠλύσιον\n Ἠλύσιος, α, ον\n Elysian, Anth.', 'key': '*)hlu/sios'}