Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
ἡλιόομαι
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἡλιώτης
ἧλος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
ἠμαθόεις
ἧμαι
View word page
ἡλιοστιβής
ἡλιοστιβής ἡλιο-στῐβής, ές στείβω sun-trodden, Aesch.

ShortDef

sun-trodden

Debugging

Headword:
ἡλιοστιβής
Headword (normalized):
ἡλιοστιβής
Headword (normalized/stripped):
ηλιοστιβης
IDX:
14661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14671
Key:
h(liostibh/s

Data

{'content': 'ἡλιοστιβής\n ἡλιο-στῐβής, ές\n στείβω\n sun-trodden, Aesch.', 'key': 'h(liostibh/s'}