Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἅλιος
ἅλιος2
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπεδον
ἁλίπλαγκτος
ἁλιπλανής
ἁλιπλανία
ἁλίπληκτος
ἁλίπλοος
ἁλιπόρος
ἁλιπόρφυρος
ἁλιρραγής
ἁλίρραντος
ἁλιρρόθιος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
ἀλισγέω
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
View word page
ἁλίπλοος
ἁλίπλοος ἅλς, πλέω covered with water, Il. sailing on the sea, ναῦς Arion.
ShortDef
covered with water; sailing the sea, (n.) fisherman
Debugging
Headword:
ἁλίπλοος
Headword (normalized):
ἁλίπλοος
Headword (normalized/stripped):
αλιπλοος
IDX:
1467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1467
Key:
a(li/ploos
Data
{'content': 'ἁλίπλοος\n ἅλς, πλέω\n covered with water, Il.\n sailing on the sea, ναῦς Arion.', 'key': 'a(li/ploos'}