Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
ἡλιόομαι
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἡλιώτης
ἧλος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
View word page
ἡλιόομαι
ἡλιόομαι ἡλιόομαι, Pass. to live in the sun, Plat.; τὸ ἡλιούμενον a sunny spot, Xen.
ShortDef
to live in the sun
Debugging
Headword:
ἡλιόομαι
Headword (normalized):
ἡλιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ηλιοομαι
IDX:
14658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14668
Key:
h(lio/omai
Data
{'content': 'ἡλιόομαι\n ἡλιόομαι,\n Pass. to live in the sun, Plat.; τὸ ἡλιούμενον a sunny spot, Xen.', 'key': 'h(lio/omai'}