Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
ἡλιόομαι
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἡλιώτης
ἧλος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
View word page
ἡλιομανής
ἡλιομανής ἡλιο-μᾰνής, ές μαίνομαι sun-mad, mad for love of the sun, Ar.
ShortDef
sun-mad, mad for love of the sun
Debugging
Headword:
ἡλιομανής
Headword (normalized):
ἡλιομανής
Headword (normalized/stripped):
ηλιομανης
IDX:
14657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14667
Key:
h(liomanh/s
Data
{'content': 'ἡλιομανής\n ἡλιο-μᾰνής, ές\n μαίνομαι\n sun-mad, mad for love of the sun, Ar.', 'key': 'h(liomanh/s'}