Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
ἡλιόομαι
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἡλιώτης
ἧλος
View word page
ἡλιοειδής
ἡλιοειδής ἡλιο-ειδής, ές εἶδος like the sun, beaming, Plat.

ShortDef

like the sun, beaming

Debugging

Headword:
ἡλιοειδής
Headword (normalized):
ἡλιοειδής
Headword (normalized/stripped):
ηλιοειδης
IDX:
14655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14665
Key:
h(lioeidh/s

Data

{'content': 'ἡλιοειδής\n ἡλιο-ειδής, ές\n εἶδος\n like the sun, beaming, Plat.', 'key': 'h(lioeidh/s'}