Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
ἡλιόομαι
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἡλιώτης
View word page
ἡλιόβλητος
ἡλιόβλητος ἡλιό-βλητος, ον sun-stricken, sun-burnt, Eur.
ShortDef
sun-stricken, sun-burnt
Debugging
Headword:
ἡλιόβλητος
Headword (normalized):
ἡλιόβλητος
Headword (normalized/stripped):
ηλιοβλητος
IDX:
14654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14664
Key:
h(lio/blhtos
Data
{'content': 'ἡλιόβλητος\n ἡλιό-βλητος, ον\n sun-stricken, sun-burnt, Eur.', 'key': 'h(lio/blhtos'}