Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
ἡλιόομαι
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
View word page
ἡλικιῶτις
ἡλικιῶτις ἡλικιῶτις, ιδος Fem. of ἡλικιώτης Fem. of ἡλικιώτης, Luc.; ἡλ. ἱστορία contemporary history, Plut.

ShortDef

contemporary

Debugging

Headword:
ἡλικιῶτις
Headword (normalized):
ἡλικιῶτις
Headword (normalized/stripped):
ηλικιωτις
IDX:
14651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14661
Key:
h(likiw=tis

Data

{'content': 'ἡλικιῶτις\n ἡλικιῶτις, ιδος\n Fem. of ἡλικιώτης\n Fem. of ἡλικιώτης, Luc.; ἡλ. ἱστορία contemporary history, Plut.', 'key': 'h(likiw=tis'}