Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
ἡλιόομαι
ἥλιος
ἡλιοστερής
View word page
ἡλικιώτης
ἡλικιώτης ἡλῐκιώτης, ου, an equal in age, fellow, comrade, Lat. aequalis, Hdt., Ar., etc.
ShortDef
an equal in age, fellow, comrade
Debugging
Headword:
ἡλικιώτης
Headword (normalized):
ἡλικιώτης
Headword (normalized/stripped):
ηλικιωτης
IDX:
14650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14660
Key:
h(likiw/ths
Data
{'content': 'ἡλικιώτης\n ἡλῐκιώτης, ου,\n an equal in age, fellow, comrade, Lat. aequalis, Hdt., Ar., etc.', 'key': 'h(likiw/ths'}