Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
ἡλιόομαι
View word page
ἠλιθιόω
ἠλιθιόω ἠλῐθιόω, fut. -ώσω from ἠλίθιος to make foolish, distract, craze, Aesch.

ShortDef

to make foolish, distract, craze

Debugging

Headword:
ἠλιθιόω
Headword (normalized):
ἠλιθιόω
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιοω
IDX:
14648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14658
Key:
h)liqio/w

Data

{'content': 'ἠλιθιόω\n ἠλῐθιόω,\n fut. -ώσω\n from ἠλίθιος\n to make foolish, distract, craze, Aesch.', 'key': 'h)liqio/w'}