Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
ἡλιομανής
View word page
ἠλιθιότης
ἠλιθιότης from ἠλίθιος ἠλῐθιότης, ητος, folly, silliness, Plat.
ShortDef
folly, silliness
Debugging
Headword:
ἠλιθιότης
Headword (normalized):
ἠλιθιότης
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιοτης
IDX:
14647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14657
Key:
h)liqio/ths
Data
{'content': 'ἠλιθιότης\n from ἠλίθιος\n ἠλῐθιότης, ητος,\n folly, silliness, Plat.', 'key': 'h)liqio/ths'}