Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκαυστος
View word page
ἠλίθιος
ἠλίθιος ἤλιθα idle, vain, random, Pind., Aesch. of persons, stupid, foolish, silly, like μάταιος, Hdt., Ar., etc. adv. -ίως, Plat.; neut. ἠλίθιον as adv., Ar.
ShortDef
idle, vain, random
Debugging
Headword:
ἠλίθιος
Headword (normalized):
ἠλίθιος
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιος
IDX:
14646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14656
Key:
h)li/qios
Data
{'content': 'ἠλίθιος\n ἤλιθα\n idle, vain, random, Pind., Aesch.\n of persons, stupid, foolish, silly, like μάταιος, Hdt., Ar., etc. adv. -ίως, Plat.; neut. ἠλίθιον as adv., Ar.', 'key': 'h)li/qios'}