Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
View word page
ἠλιθιάζω
ἠλιθιάζω ἠλῐθιάζω, to speak or act idly, foolishly, Ar. from ἠλίθιος

ShortDef

to speak

Debugging

Headword:
ἠλιθιάζω
Headword (normalized):
ἠλιθιάζω
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιαζω
IDX:
14645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14655
Key:
h)liqia/zw

Data

{'content': 'ἠλιθιάζω\n ἠλῐθιάζω,\n to speak or act idly, foolishly, Ar.\n from ἠλίθιος', 'key': 'h)liqia/zw'}