Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠλεκτροφαής
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
View word page
ἤλιθα
ἤλιθα ἅλις enough, sufficiently, Lat. satis, ληὶς ἤλιθα πολλή Il.; δύη ἤλιθα πολλή Od., etc.
ShortDef
enough, sufficiently
Debugging
Headword:
ἤλιθα
Headword (normalized):
ἤλιθα
Headword (normalized/stripped):
ηλιθα
IDX:
14644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14654
Key:
h)/liqa
Data
{'content': 'ἤλιθα\n ἅλις\n enough, sufficiently, Lat. satis, ληὶς ἤλιθα πολλή Il.; δύη ἤλιθα πολλή Od., etc.', 'key': 'h)/liqa'}