Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠλέκτρινος
ἤλεκτρον
ἠλεκτροφαής
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
View word page
ἡλιαστικός
ἡλιαστικός from ἡλιαστής ἡλιαστικός, ή, όν of, for, or like a Heliast, Ar.

ShortDef

of, for, like a Heliast

Debugging

Headword:
ἡλιαστικός
Headword (normalized):
ἡλιαστικός
Headword (normalized/stripped):
ηλιαστικος
IDX:
14642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14652
Key:
h(liastiko/s

Data

{'content': 'ἡλιαστικός\n from ἡλιαστής\n ἡλιαστικός, ή, όν\n of, for, or like a Heliast, Ar.', 'key': 'h(liastiko/s'}