Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠλάσκω
ἠλέκτρινος
ἤλεκτρον
ἠλεκτροφαής
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
View word page
ἡλιαστής
ἡλιαστής ἡλιαστής, οῦ, a juryman of the court ἡλιαία, a Heliast, Ar.
ShortDef
a juryman of the court
Debugging
Headword:
ἡλιαστής
Headword (normalized):
ἡλιαστής
Headword (normalized/stripped):
ηλιαστης
IDX:
14641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14651
Key:
h(liasth/s
Data
{'content': 'ἡλιαστής\n ἡλιαστής, οῦ,\n a juryman of the court ἡλιαία, a Heliast, Ar.', 'key': 'h(liasth/s'}