Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
ἠλέκτρινος
ἤλεκτρον
ἠλεκτροφαής
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικία
ἡλικιώτης
View word page
ἡλιάς
ἡλιάς ἡλιάς, άδος, fem. adj. of the sun, ap. Luc.
ShortDef
of the sun
Debugging
Headword:
ἡλιάς
Headword (normalized):
ἡλιάς
Headword (normalized/stripped):
ηλιας
IDX:
14640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14650
Key:
h(lia/s
Data
{'content': 'ἡλιάς\n ἡλιάς, άδος,\n fem. adj. of the sun, ap. Luc.', 'key': 'h(lia/s'}