Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἥκιστος
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
ἠλέκτρινος
ἤλεκτρον
ἠλεκτροφαής
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
View word page
ἠλέκτωρ
ἠλέκτωρ ἠλέκτωρ, ορος, the beaming sun, Il.; as adj., ἠλέκτωρ Ὑπερίων beaming Hyperion, Il. deriv. uncertain
ShortDef
the beaming sun
Debugging
Headword:
ἠλέκτωρ
Headword (normalized):
ἠλέκτωρ
Headword (normalized/stripped):
ηλεκτωρ
IDX:
14635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14645
Key:
h)le/ktwr
Data
{'content': 'ἠλέκτωρ\n ἠλέκτωρ, ορος,\n the beaming sun, Il.; as adj., ἠλέκτωρ Ὑπερίων beaming Hyperion, Il.\n deriv. uncertain', 'key': 'h)le/ktwr'}