Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἦκα
ἤκεστος
ἤκιστος
ἥκιστος
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
ἠλέκτρινος
ἤλεκτρον
ἠλεκτροφαής
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
ἡλιάς
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
View word page
ἠλέκτρινος
ἠλέκτρινος ἠλέκτρινος, ον made of ἤλεκτρον, Luc.

ShortDef

made of ἤλεκτρον

Debugging

Headword:
ἠλέκτρινος
Headword (normalized):
ἠλέκτρινος
Headword (normalized/stripped):
ηλεκτρινος
IDX:
14632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14642
Key:
h)le/ktrinos

Data

{'content': 'ἠλέκτρινος\n ἠλέκτρινος, ον\n made of ἤλεκτρον, Luc.', 'key': 'h)le/ktrinos'}