Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠϊόεις
ἤϊος
ἠϊών
ἦκα
ἤκεστος
ἤκιστος
ἥκιστος
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
ἠλέκτρινος
ἤλεκτρον
ἠλεκτροφαής
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
ἡλιάζομαι
ἡλιαία
View word page
ἠλακάτη
ἠλακάτη ἠλᾰκάτη (ᾰ), ἡ, a distaff, Lat. colus, on which the wool is put, Hom., etc.; ἡ ἠλ. τοῦ ἀτράκτου the stalk of the spindle, Plat. deriv. uncertain

ShortDef

a distaff

Debugging

Headword:
ἠλακάτη
Headword (normalized):
ἠλακάτη
Headword (normalized/stripped):
ηλακατη
IDX:
14629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14639
Key:
h)laka/th

Data

{'content': 'ἠλακάτη\n ἠλᾰκάτη (ᾰ), ἡ,\n a distaff, Lat. colus, on which the wool is put, Hom., etc.; ἡ ἠλ. τοῦ ἀτράκτου the stalk of the spindle, Plat.\n deriv. uncertain', 'key': 'h)laka/th'}