Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἤϊα
ἠίθεος
ἠϊόεις
ἤϊος
ἠϊών
ἦκα
ἤκεστος
ἤκιστος
ἥκιστος
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
ἠλέκτρινος
ἤλεκτρον
ἠλεκτροφαής
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
View word page
ἠλαίνω
ἠλαίνω Epic for ἀλαίνω, to wander, stray, Theocr.
ShortDef
to wander, stray
Debugging
Headword:
ἠλαίνω
Headword (normalized):
ἠλαίνω
Headword (normalized/stripped):
ηλαινω
IDX:
14627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14637
Key:
h)lai/nw
Data
{'content': 'ἠλαίνω\n Epic for ἀλαίνω,\n to wander, stray, Theocr.', 'key': 'h)lai/nw'}