Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠθοποιέω
ἠθοποιός
ἦθος
ἤϊα
ἠίθεος
ἠϊόεις
ἤϊος
ἠϊών
ἦκα
ἤκεστος
ἤκιστος
ἥκιστος
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
ἠλέκτρινος
ἤλεκτρον
ἠλεκτροφαής
View word page
ἤκιστος
ἤκιστος ἤκιστος, η, ον sup. adj. from adv. ἦκα ἤκιστος ἐλαυνέμεν, the gentlest or slowest in driving, Il.

ShortDef

the gentlest

Debugging

Headword:
ἤκιστος
Headword (normalized):
ἤκιστος
Headword (normalized/stripped):
ηκιστος
IDX:
14624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14634
Key:
h)/kistos

Data

{'content': 'ἤκιστος\n ἤκιστος, η, ον\n sup. adj. from adv. ἦκα\n ἤκιστος ἐλαυνέμεν, the gentlest or slowest in driving, Il.', 'key': 'h)/kistos'}