Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁλινηχής
ἅλινος
ἄλινος
ἁλίξαντος
ἅλιος
ἅλιος2
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπεδον
ἁλίπλαγκτος
ἁλιπλανής
ἁλιπλανία
ἁλίπληκτος
ἁλίπλοος
ἁλιπόρος
ἁλιπόρφυρος
ἁλιρραγής
ἁλίρραντος
ἁλιρρόθιος
ἁλίρροθος
View word page
ἁλίπλαγκτος
ἁλίπλαγκτος ἅλς, πλάζομαι roaming the sea, Soph., Anth.

ShortDef

roaming the sea

Debugging

Headword:
ἁλίπλαγκτος
Headword (normalized):
ἁλίπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
αλιπλαγκτος
IDX:
1463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1463
Key:
a(li/plagktos

Data

{'content': 'ἁλίπλαγκτος\n ἅλς, πλάζομαι\n roaming the sea, Soph., Anth.', 'key': 'a(li/plagktos'}