Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἠθαῖος
ἠθάς
ἠθεῖος
ἠθέω
ἠθικός
ἡθμός
ἠθοποιέω
ἠθοποιός
ἦθος
ἤϊα
ἠίθεος
ἠϊόεις
ἤϊος
View word page
ἠθεῖος
ἠθεῖος ἦθος trusty, honoured, ἠθεῖε sir, Il.; ἠθείη κεφαλή Il.; ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω I will call him my honoured lord, Od.
ShortDef
trusty, honoured
Debugging
Headword:
ἠθεῖος
Headword (normalized):
ἠθεῖος
Headword (normalized/stripped):
ηθειος
IDX:
14610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14620
Key:
h)qei=os
Data
{'content': 'ἠθεῖος\n ἦθος\n trusty, honoured, ἠθεῖε sir, Il.; ἠθείη κεφαλή Il.; ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω I will call him my honoured lord, Od.', 'key': 'h)qei=os'}