Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἠθαῖος
ἠθάς
ἠθεῖος
ἠθέω
ἠθικός
ἡθμός
ἠθοποιέω
View word page
ἠερόεις
ἠερόεις ἠερόεις, εσσα, εν Epic for ἀερόεις ἀήρ hazy, murky, Il.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i. e. death), Od.
ShortDef
hazy, murky
Debugging
Headword:
ἠερόεις
Headword (normalized):
ἠερόεις
Headword (normalized/stripped):
ηεροεις
IDX:
14604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14614
Key:
h)ero/eis
Data
{'content': 'ἠερόεις\n ἠερόεις, εσσα, εν\n Epic for ἀερόεις\n ἀήρ\n hazy, murky, Il.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i. e. death), Od.', 'key': 'h)ero/eis'}