Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
ἡδυφαής
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἠθαῖος
ἠθάς
ἠθεῖος
View word page
ἠερέθομαι
ἠερέθομαι Epic for ἀείρομαι, Pass., only found in3 pl. pres. and imperf. ἠερέθονται, -οντο to hang floating or waving in the air, Il.:—metaph., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται young menʼs minds turn with every wind, Il.

ShortDef

to hang floating

Debugging

Headword:
ἠερέθομαι
Headword (normalized):
ἠερέθομαι
Headword (normalized/stripped):
ηερεθομαι
IDX:
14600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14610
Key:
h)ere/qomai

Data

{'content': 'ἠερέθομαι\n Epic for ἀείρομαι, Pass., only found in3 pl. pres. and imperf. ἠερέθονται, -οντο\n to hang floating or waving in the air, Il.:—metaph., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται young menʼs minds turn with every wind, Il.', 'key': 'h)ere/qomai'}