Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
ἡδυφαής
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἠθαῖος
View word page
ἡδύχροος
ἡδύχροος ἡδύ-χρους, ουν χρόα of sweet complexion, Anth.
ShortDef
of sweet complexion
Debugging
Headword:
ἡδύχροος
Headword (normalized):
ἡδύχροος
Headword (normalized/stripped):
ηδυχροος
IDX:
14598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14608
Key:
h(du/xrous
Data
{'content': 'ἡδύχροος\n ἡδύ-χρους, ουν\n χρόα\n of sweet complexion, Anth.', 'key': 'h(du/xrous'}