Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
ἡδυφαής
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
View word page
ἡδυχαρής
ἡδυχαρής ἡδυ-χᾰρής, ές χαίρω sweetly joyous, Anth.
ShortDef
sweetly joyous
Debugging
Headword:
ἡδυχαρής
Headword (normalized):
ἡδυχαρής
Headword (normalized/stripped):
ηδυχαρης
IDX:
14597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14607
Key:
h(duxarh/s
Data
{'content': 'ἡδυχαρής\n ἡδυ-χᾰρής, ές\n χαίρω\n sweetly joyous, Anth.', 'key': 'h(duxarh/s'}