Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
ἡδυφαής
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠεροφοῖτις
View word page
ἡδύφωνος
ἡδύφωνος ἡδύ-φωνος, ον φωνή sweet-voiced, Sapph..

ShortDef

sweet-voiced

Debugging

Headword:
ἡδύφωνος
Headword (normalized):
ἡδύφωνος
Headword (normalized/stripped):
ηδυφωνος
IDX:
14596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14606
Key:
h(du/fwnos

Data

{'content': 'ἡδύφωνος\n ἡδύ-φωνος, ον\n φωνή\n sweet-voiced, Sapph..', 'key': 'h(du/fwnos'}